-
1 костыль
-
2 костыль
1. (крюк) ж.-д. το βελόνι/καρφί (της σιδηροτροχιάς) 2. ав. το πέδιλο της ουράς 3. (длинный гвоздь с загнутым концом) η τζαβέτα (ξεν.)ο πείρος, το βλήτρο4. мед. το δεκανίκι, η πατερίτσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > костыль
-
3 костыль
костыльм1. τό δεκανίκι, ἡ πατερίτσα·2. (большой гвоздь с загнутым концом) ἡ τζαβέτα, ὁ πείρος, τό βλήτρον -
4 сума
сум||аж ὁ ντορβάς, τό σακκί· ◊ ходить с \сумао́й разг ζητιανεύω (μέ ντορβά καί δεκανίκι)· \сума переметная ирон. ὁ ἄστατος στίς γνώμες του. -
5 костылёк
-лька α. μικρό δεκανίκι, πάτεριτσακι. -
6 костыль
-Α α.1. παλ. μπαστούνι, βακτηρία.2. δεκανίκι, πατερίτσα.3. καρφί μακρύ με γωνιακό κεφάλι.4. καρφί σιδηροτροχιάς. -
7 béquille
1) δεκανίκι2) πατερίτσα -
8 berla
1) δεκανίκι2) πατερίτσα -
9 opora
1) δεκανίκι2) πατερίτσα3) στήριγμα4) στυλοβάτης -
10 crutch
1) δεκανίκι2) πατερίτσα -
11 kula
1) δεκανίκι2) μπάλα3) πατερίτσα4) σφαίρα
См. также в других словарях:
δεκανίκι — το (AM δεκανίκιον) νεοελλ. 1. ψηλή πατερίτσα με οριζόντιο στήριγμα στο πάνω μέρος, στο οποίο στηρίζουν τη μασχάλη τους όσοι δεν μπορούν να βαδίσουν κανονικά 2. η ποιμαντορική ράβδος τού επισκόπου 3. το ραβδί τού ζητιάνου μσν. το ραβδί, ως σύμβολο … Dictionary of Greek
δεκανίκι — το ψηλό μπαστούνι με στήριγμα στις μασχάλες που το μεταχειρίζονται κυρίως οι ανάπηροι ή οι κουτσοί, η πατερίτσα: Έσπασε το πόδι του κι έτσι θα περπατάει για ένα μήνα με πατερίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκανίκι — το 1. δεκανίκι 2. στον πληθ. τα δοκανίκια υποστηρίγματα που κρατούν το πλοίο όρθιο στη σχάρα τού ναυπηγίου, δρύοχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεκανίκι] … Dictionary of Greek
Μουσείο Κεραμεικού — Βρίσκεται στα αριστερά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού (Ερμού 148, Αθήνα), χτίστηκε το 1937, με δωρεά του Γερμανού βιομήχανου Gustav Oberlander, και επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1960. Στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών που… … Dictionary of Greek
δεκανός — δεκανός, ο (AM) μσν. 1. κατώτερος υπάλληλος τής βυζαντινής αυλής με δεκανίκι ως σύμβολο τού λειτουργήματός του 2. εκκλησιαστικό διακόνημα αρχ. 1. υπαξιωματικός επικεφαλής δέκα στρατιωτών 2. αξιωματούχος τής αστυνομίας στην Αίγυπτο 3. δεκανοί, οι… … Dictionary of Greek
δικανίκιον — δικανίκιον, το (Μ) το δεκανίκιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεκανίκι] … Dictionary of Greek
πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… … Dictionary of Greek
Διήγησις ωραιοτάτη — Τίτλος ποιήματος που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Ο πλήρης τίτλος του είναι Διήγησις ωραιοτάτητου θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου.Σώζεται σε τρεις παραλλαγές: α) της Βιέννης, η οποία… … Dictionary of Greek
βακτηρία — η το μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντορβάς — ντορβάς, ο και τορβάς, ο (λ. τουρκ.), μικρός σάκος συνήθ. τρίχινος, σακίδιο, αλλ. ταγάρι, οδοιπορικό σακί: Σένα σου πρέπ αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατερίτσα — η 1. στήριγμα των κουτσών, δεκανίκι. 2. η ποιμαντορική ράβδος των αρχιερέων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)